Προέρχεται από το ελληνιστικό συνεικάζω ‘συνυπολογίζω’, έχοντας υποστεί αλλαγή σημασίας (Ράλλη 2017), αν και σε κάποιες περιοχές έχει τη σημασία του ‘συνειδητοποιώ, κατανοώ’ (Παπάνης & Παπάνης 2004).
Π.χ. Έφαγις καλά; Σνείκασις; ‘Έφαγες καλά; Χόρτασες;’