To διανουτώ (επίσης διανουτεύ(γ)ου) σχηματίστηκε από την πρόθεση διά και το ρήμα ενωτίζω ‘βάζω στο αυτί’. Εκφράζει αδιαφορία και περιφρόνηση στις συμβουλές (Παπάνης & Παπάνης 2004).
Π.χ. Πουλιμώ να του διανουτήσου/διανουτέψου τούτου του μουρό. ‘Προσπαθώ να το νουθετήσω αυτό το παιδί’.