Προέρχεται από το ελληνιστικό βικίον (υποκοριστικό του αρχαιοελληνικού βῖκος ‘αγγείο, πιθάρι, κύπελο για νερό’) (Παπάνης & Παπάνης 2004˙ Ράλλη 2017).
Π.χ. Πιάσι τ-βίκα να πιούμι κουμμάτ νιρό. ‘Φέρε την κανάτα να πιούμε λίγο νερό’.