Προέρχεται από το τουρκικό yamyasi ‘φαρδύς πλατύς’ (Παπάνης & Παπάνης 2004). Π.χ. Γιάμγιασι τ-άφσι ούλα τσ-έφγι. ‘Άνω-κάτω τα άφησε όλα και έφυγε’.