To σάνκιμ προέρχεται από το τουρκικό sankim (Παπάνης & Παπάνης 2004˙ Ράλλη 2017). Π.χ. Σάνκιμ κάν’-ντου-γκαλό. ‘Δήθεν κάνει τον καλό’.