Eνδεικτικά: σκουνόμιστιν ‘σηκωνόμαστε’, σκόνιντιν ‘σηκώνονται’ (Αναγνώστου 1903˙ Kretschmer 1905˙ Ράλλη 2019). Π.χ. Έ σκόνιντιν τούτα τα πράματα. Είνι βαριά. ‘Δε σηκώνονται αυτά τα πράγματα. Είναι βαριά’.