Το έτσους προέρχεται από τη δεικτική αντωνυμία εκείνος, που γίνεται έτσνους και έτσους με τσιτακισμό, μετατόπιση του τόνου προς τα αριστερά, αποβολή του άτονου /i/ και απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος (Ράλλη 2017).
Π.χ. Έτσους έν είνι μι τα σουστά τ. ‘Εκείνος δεν είναι με τα σωστά του’.